- τσανάκα
- η, Νμεγάλο τσανάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσανάκι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουτάλ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσανάκα — η μεγάλο τσανάκι, γαβάθα, σκουτέλα, πιατέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαβάθα — και γκαβάτα, καβάτα, καβάθα, γαβάτα, η (Μ γαβάθα) ξύλινο ή πήλινο πιάτο, λεκάνη ή κούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαβάθα < μσν. γαβάθα < λατ. gabatha «γαβάθα, τσανάκα». Και το λατ. gabatha και το αρχ. γαβαθόν είναι δάνεια ανατολικής προελεύσεως (πρβλ … Dictionary of Greek
γαβάθα — η βαθύ πήλινο ή ξύλινο πιάτο, τσανάκα: Έφαγε μια γαβάθα φακές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πινάκα — η μεγάλο πιάτο πήλινο ή από ξύλο (ξυλοπινάκα), γαβάθα, τσανάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)